χοινικίς

χοινικίς
χοινικ-ίς, ίδος, ,
A nave of a wheel, Id.18(2).479, Sch.E.Hipp.1234, Sch.Il.2.104.
II a kind of trepan, Cels.8.3.1 (acc. written -εικίδα), Gal. 10.448, 19.126.
III ring forming the stand for a crown, D.22.72, 24.180.
IV = χοῖνιξ 11, App.BC4.30.
V cave in a rocky shore, Str.12.3.11.
VI box or socket for the hinge of a door, IG22.1672.201, 11(2).165.11, 287A102, al. (Delos, iii B. C.).
VII axle-box, Hero Aut.11.2, Wilcken Chr.176.8 (i A. D.), cf. Hsch. s.v. χνόαι.
VIII in torsion-engines, box or hub containing strands of gut, Ph.Bel.63.7, 60.3, Hero Bel.96.5.
IX = χνόη 2, Hippiatr. 96.2, 117.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χοινικίς — nave fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… …   Dictionary of Greek

  • χοινικίδα — χοινικίς nave fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοινικίδας — χοινικίς nave fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοινικίδες — χοινικίς nave fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοινικίδι — χοινικίς nave fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοινικίδος — χοινικίς nave fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοινικίδων — χοινικίς nave fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοινικίσι — χοινικίς nave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοινικίσιν — χοινικίς nave fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποχοινικίς — ίδος, ἡ, Α η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η χοινικίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χοινικίς «η σύριγγα τού τροχού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”